Η ιδέα της μεταφοράς του ανθρώπινου νου σε έναν υπολογιστή, που είναι ενδιαφέρουσα αλλά ίσως και λίγο ανατριχιαστική, είναι γνωστή ως «μεταφόρτωση του μυαλού».
«Σκεφτείτε την ως έναν τρόπο δημιουργίας ενός αντιγράφου του εγκεφάλου σας», εξηγεί ο νευροεπιστήμονας Ντομπομίρ Ραχνέφ σε άρθρο του στο The Conversation.
Εκεί θα ζούσαμε ψηφιακά, ίσως για πάντα. Θα είχαμε συνείδηση του εαυτού, θα διατηρούσαμε τις αναμνήσεις μας και θα αισθανόσασταν ο εαυτός μας. Αλλά δεν θα είχαμε σώμα.
Μέσα σε αυτό το προσομοιωμένο περιβάλλον, θα μπορούσαμε να κάνουμε ακριβώς ότι στην πραγματική ζωή: να τρώμε, να οδηγούμε, να κάνουμε σπορ. Θα μπορούσαμε να κάνουμε επίσης πράγματα που είναι απίθανα στην πραγματική ζωή όπως να πετάμε ή να τηλεμεταφερόμαστε.
Το μόνο όριο θα ήταν αυτό που μπορεί να προσομοιώσει ρεαλιστικά η επιστήμη.
Είναι εφικτό; Θεωρητικά, η μεταφόρτωση του νου θα πρέπει να είναι δυνατή, υποστηρίζει ο Ραχνέφ.
Πώς μεταφέρεται μία συνείδηση;
Ωστόσο, η δημιουργία μιας τέτοιας προσομοίωσης δεν είναι απλώς ζήτημα υπολογιστικής ισχύος.
Απαιτείται η πλήρης χαρτογράφηση της αρχιτεκτονικής του εγκεφάλου, η οποία περιλαμβάνει περίπου 86 δισεκατομμύρια νευρώνες και τρισεκατομμύρια συνδέσεις.
Και κάθε ένας από αυτούς τους νευρώνες είναι δυναμικός – μεταβάλλει συνεχώς τον τρόπο που λειτουργεί, με βάση τις εμπειρίες και το περιβάλλον.
Ο Ραχνέφ χρησιμοποιεί τη φράση «σάρωση δισεκατομμυρίων κεφαλών καρφίτσας» για να περιγράψει το μέγεθος της πρόκλησης.
Οι νευρώνες και οι συνάψεις είναι τόσο μικροί όσο η κεφαλή μιας καρφίτσας ή και μικρότεροι, και η πιστή αναπαραγωγή τους απαιτεί τεχνολογία απείρως ακριβέστερη από ό,τι διαθέτουμε σήμερα.
Γιατί δεν αρκεί να αντιγράψεις τον εγκέφαλο;
Ακόμη κι αν καταφέρουμε να σαρώσουμε τον εγκέφαλο σε μοριακό επίπεδο, δεν αρκεί μόνο αυτό.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί σε συνάρτηση με τις αισθήσεις και το σώμα. Δεν είναι απομονωμένος.
Αισθήσεις όπως η όραση, η ακοή, η αφή, αλλά και εσωτερικά σήματα όπως ο πόνος, η πείνα ή η κόπωση, διαμορφώνουν τη νοητική μας κατάσταση.
Μια συνείδηση κλεισμένη σε ένα απόλυτα απομονωμένο ψηφιακό σύμπαν, χωρίς αισθητηριακή επαφή, θα κατέρρεε. Η πλήρης απουσία ερεθισμάτων, όπως έχει δείξει η ψυχολογία, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ψυχικές διαταραχές.
Για να λειτουργήσει σωστά η μεταφόρτωση του νου, θα χρειαστεί πλήρης προσομοίωση του σώματος και του αισθητηριακού περιβάλλοντος – κάτι που επίσης απαιτεί τεράστια υπολογιστική ισχύ και βαθιά κατανόηση της βιολογίας και της συνείδησης.
Τεχνικά και ηθικά εμπόδια
Ακόμη και αν ξεπεραστούν τα τεχνικά εμπόδια – πράγμα καθόλου δεδομένο – υπάρχουν και βαθιά φιλοσοφικά και ηθικά ερωτήματα.
Το ψηφιακό αντίγραφο θα είστε εσείς ή ένα αντίγραφό σας; Θα έχει συνείδηση, ή απλώς θα μιμείται τη συμπεριφορά σας; Ποιος θα έχει τον έλεγχο αυτής της ψηφιακής ύπαρξης; Θα έχει δικαιώματα;
Η προοπτική της τεχνολογικής «αθανασίας» είναι γοητευτική, αλλά εγκυμονεί και κινδύνους κοινωνικής ανισότητας – ποιοι θα έχουν πρόσβαση σε αυτήν την τεχνολογία; Θα δημιουργήσει μια «ψηφιακή ελίτ» ανθρώπων που δεν πεθαίνουν;
Από επιστημονική σκοπιά, η μεγαλύτερη πρόκληση ίσως είναι να κατανοήσουμε πώς ακριβώς ο εγκέφαλος δημιουργεί τη σκέψη, τη συνείδηση και την προσωπικότητα.
Προς το παρόν, οι επιστήμονες δεν μπορούν να αναπαραγάγουν ούτε έναν λειτουργικό νευρώνα, ούτε να μοντελοποιήσουν αξιόπιστα τον τρόπο που σκέφτεται ένα ανθρώπινο ον.
2045; 2145; Ή αργότερα;
Ορισμένοι επιστήμονας, όπως ο Ρέι Κουρτσβάιλ, έχουν προβλέψει ότι η μεταφόρτωση του νου μπορεί να καταστεί εφικτή έως το 2045. Άλλοι είναι πιο επιφυλακτικοί και μεταθέτουν το χρονοδιάγραμμα για το τέλος του αιώνα ή και αργότερα.
Ο ίδιος ο Ραχνέφ θεωρεί ότι πιθανότατα θα χρειαστούν περισσότερα από 100 χρόνια για να φτάσουμε σε ένα αξιόπιστο και ηθικά αποδεκτό μοντέλο μεταφόρτωσης του νου. Ωστόσο, αν η πρόοδος της τεχνολογίας συνεχιστεί με τον σημερινό ρυθμό, ίσως ο πρώτος άνθρωπος που θα ζήσει «για πάντα» έχει ήδη γεννηθεί.
Μέλλον ή επιστημονική φαντασία;
Η μεταφόρτωση του νου παραμένει ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και μακρινό εγχείρημα, που συνδυάζει τη νευροεπιστήμη, την τεχνητή νοημοσύνη, τη φιλοσοφία και την ηθική.
Αν και η θεωρητική της βάση δεν αποκλείει την υλοποίησή της, η πρακτική πραγματοποίησή της απαιτεί τεχνολογικά άλματα που δεν έχουμε ακόμη καταφέρει. Ίσως κάποτε η ιδέα να πάψει να είναι επιστημονική φαντασία και να γίνει επιστημονική πραγματικότητα. Ως τότε, παραμένει μια εντυπωσιακή υπόσχεση – και μια βαθιά πρόκληση.
*Από την Σιμόνη Σωτηρέλη Παπαδοπούλου